- Φανούς
- Φανόςshiningmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανούς — φᾱνούς , φανός 1 shining masc acc pl φᾱνούς , φανός 2 shining masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήματα — Σημάνσεις ή επικοινωνίες που πραγματοποιούνται μέσω συστημάτων διάφορων τύπων. Υποτυπώδη οπτικά ή ακουστικά σ. χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, σχεδόν αποκλειστικά στην ξηρά ήδη από την αρχαιότητα (είναι γνωστές οι φρυκτωρίες των αρχαίων Ελλήνων … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πολύφανος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς φανούς, δηλ. αυτός που τελείται με πολλές λαμπάδες («πολύφανος ἑορτά», Α λειμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φανός «λαμπάδα»] … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
φανανάπτης — ο, Ν αυτός που ανάβει φανούς, φανοκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) + ανάβω, κατά τα δραστικά ονόματα σε της (πρβλ. καντηλ ανάπτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ] … Dictionary of Greek